μεταδοτικῶς

μεταδοτικῶς
μεταδοτικός
disposed to impart
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταδοτικός — ή, ό (ΑM μεταδοτικός, ή, όν) [μεταδίδω] νεοελλ. 1. (κυρίως για διδάσκοντα) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κάτι, ιδίως τις γνώσεις του, με τρόπο σαφή και μεθοδικό 2. (για νόσημα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από άρρωστο άτομο σε υγιές,… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԽԱՏՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0949 Chronological Sequence: Unknown date, 12c մ. μεταδοτικῶς communicatione. Փոխատրելով. փոխադարձելով. փոխանակութեամբ կամ տուրեւառութեամբ իւրիք. *Զի՞նչ օրինակ ʼի մարմնում Աստուածութիւն. որպէս հուր յերկաթում. ոչ փոխարկելով, այլ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”